Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015





Με το στυλό να χτυπάει ρυθμικά στο τετράδιο και διάφορες σημειώσεις να γεμίζουν σκόρπιες τη σελίδα, ο κύριος προβληματισμός μου ήταν πώς θα ξεκινήσω να γράφω γι’ αυτό το έργο, κι αυτό γιατί όταν μία σειρά σού είναι τόσο προσφιλής κι αγαπημένη θέλεις να ξεκινήσεις με κάτι που να εκφράζει τον ενθουσιασμό σου αλλά καμιά φορά δεν βρίσκεις τα λόγια. Αντίθετα με τον Yozo δεν κατάφερα να βρω την κατάλληλη φράση γι’ αυτήν την εισαγωγή και ίσως είναι καλύτερα έτσι…



                  
Η πρώτη μου επαφή με το “No Longer Human” έγινε τον Νοέμβριο του 2011 όταν ενθουσιασμένη με προηγούμενες δουλειές του Furuya ανακάλυψα ότι ο συγκεκριμένος τίτλος θα εκδιδόταν στα αγγλικά από τη Vertical και προπαρήγγειλα τον πρώτο τόμο χωρίς πολλή σκέψη . Από εκείνη τη μέρα που έφτασε για πρώτη φορά στα χέρια μου, μέχρι τη μέρα που άγγιξα τον τρίτο και τελευταίο τόμο ήξερα ότι θα είναι μία σειρά που θα αποκτούσε ξεχωριστή θέση τόσο στη βιβλιοθήκη μου όσο και στην καρδιά μου, όσο μελιστάλαχτη μπορεί να ακουστεί αυτή η φράση.



Το τρίτομο manga του Usamaru Furuya βασίζεται στο ομότιτλο  ημιαυτογραφικό μυθιστόρημα του Osamu Dazai, της γνωστότερης δουλειάς του συγγραφέα, και ένα από τα πιο πολυδιαβασμένη βιβλία στην Ιαπωνία. Αντίθετα με την ιστορία του Dazai που τοποθετείται στον 18ο αιώνα αυτή του Furuya λαμβάνει χώρα στον 21ο, μια εποχή πιο κοντινή σε αυτόν και τον αναγνώστη του. Η ιστορία μας αρχίζει με τον ίδιο τον Furuya να προσπαθεί να βρει μια νέα ιδέα για την επόμενη δουλειά του. Αναζητώντας νέες ιδέες  ανακαλύπτει τυχαία στο διαδίκτυο έναν σύνδεσμο που τον οδηγεί σε ένα ηλεκτρονικό ημερολόγιο που συνοδεύεται από τρεις φωτογραφίες του προαναφερθέντα νεαρού, όλες τραβηγμένες σε διαφορετική ηλικία. Ανίκανος να πιστέψει ότι ο τελευταίος γερασμένος άνδρας με την κουρασμένη έκφραση και τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά, μόλις στα 25 του χρόνια, είναι ο όμορφος νεαρός στις προηγούμενες δύο φωτογραφίες ξεκινάει δισταχτικά να διαβάζει την ιστορία του.

Το ημερολόγιο είναι τα απομνημονεύματα ενός νεαρού ονόματι Yozo Ohba, ενός νεαρού που προέρχεται από πλούσια οικογένεια που πρωταγωνιστεί στην πολιτική σκηνή της Ιαπωνίας που όμως, μεγαλωμένος σε ένα ψυχρό και πιεστικό περιβάλλον, καταλήγει από πολύ μικρή ηλικία να βλέπει τον εαυτό του απομακρυσμένο από τους υπόλοιπους ανθρώπους και τη φύση τους. Θεωρώντας τους ανθρώπους τρομαχτικούς και απρόσιτους και ανίκανος να ορίσει αυτό που όλοι οι άλλοι θεωρούσαν φυσιολογικό, κάνει μια απελπισμένη προσπάθεια να προσαρμοστεί στα δεδομένα που του επιβάλλει η κοινωνία. Αυτό που ο ίδιος θα θεωρούσε ίσως μια πράξη αγάπης και μεγαλοψυχίας είναι η μάσκα που φοράει στον ίδιο του τον εαυτό. «Είμαι ένας κλόουν, έχω ζήσει 17 χρόνια κάνοντας τον κλόουν», περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του στην προσπάθειά του να γίνει συμπαθής στους άλλους ενώ κατά βάθος η ανησυχία του ότι θα αποκαλυφθεί η πραγματική του φύση είναι φωλιασμένη μέσα του. Η επιτυχία της παράστασης με μοναδικό ηθοποιό τον ίδιο έρχεται στο τέλος της όταν ένας συμμαθητής του τον προσεγγίζει λέγοντάς του ότι ξέρει τον πραγματικό του χαρακτήρα.



Ο πιο εφήμερος χαρακτήρας της σειράς τελικά γκρεμίζει το τελευταίο κάστρο του νεαρού. «Οι γυναίκες θα σε ερωτεύονται,» του λέει σε μία από τις συζητήσεις του και αυτή η φράση θα ορίσει σε πολλά σημεία την μετέπειτα ζωή του. Ο Yozo ανακαλύπτει ότι δεν μπορεί πλέον να ξεφύγει από την ίδια του τη φύση, φεύγει για το Τόκιο για να σπουδάσει ζωγραφική όπου και παρέα με έναν συμμαθητή του παραδίδεται σε μία ζωή γεμάτη αλκοόλ και σεξ σε έναν κόσμο που του μαθαίνει μέρα με τη μέρα ότι όλα περιστρέφονται γύρω από τα χρήματα. Η ξέφρενή ζωή του τού προσφέρει τελικά μια ψεύτικη αίσθηση ενός παροδικού παραδείσου και τον αποστασιοποιεί από όλα όσα τον κούραζαν μέχρι τότε στις κοινωνικές του επαφές ενώ αυτοϊκανοποιείται με τις επιφανειακές σχέσεις που του προσφέρουν απλόχερα τα πορνεία της πόλης. Ο χάρτινος παράδεισός του όμως γκρεμίζεται όταν ο πατέρας του δηλώνει μέσω του μεγαλύτερου γιου του ότι θα μειώσει τα χρήματα που του στέλνει λόγω τον κακών βαθμών και των υπερβολικών απουσιών του από τη σχολή, ενώ ταυτόχρονα βυθίζεται όλο και περισσότερο σε ένα κομμουνιστικό κίνημα στο οποίο συστήθηκε τυχαία μέσω του φίλου του. Η επαφή του με αυτό τον κλειστό κύκλο (όπως ο ίδιος θεωρεί) απροσάρμοστων έρχεται πιο φυσιολογικά απ’ ό,τι περίμενε και η επαφή μαζί τους ικανοποιεί την ανάγκη να ανήκει κάπου κοινωνικά για το φαίνεσθαι τονίζοντας ελαφρώς την αυτοπεποίθησή του. 

Η ζωή όμως γίνεται όλο πιο δύσκολη και οι δραστηριότητες της ομάδας όλο και πιο επικίνδυνες κι εκείνος, αποξενωμένος από την οικογένειά του και με λιγοστά λεφτά, πεινασμένος και ανίκανος να συντηρήσει τον εαυτό του, ανακαλύπτει ότι έχει ακόμα ένα τελευταίο μέσο επιβίωσης. «Εσένα θα σε ερωτεύονται οι γυναίκες,» η φράση αυτή αντήχησε και θα συνέχιζε να αντηχεί στα αυτιά του. Ο Yozo βασίζεται όλο και περισσότερο σε ένα μέλος της ομάδας με αντάλλαγμα τη συντροφιά του έξω και τελικά στο κρεβάτι και προκαλεί τον θυμό του αρχηγού του κινήματος και συντρόφου της κοπέλας. Κυνηγημένος καταλήγει στους δρόμους και τελικά με τα τελευταία του χρήματα επισκέπτεται ένα καμπαρέ όπου γνωρίζει την Ageha. Η συνάντησή του μαζί της φαίνεται να ήταν μοιραία αφού μετά από μία σύντομη σχέση αλληλεξάρτησης ανακαλύπτει ότι μοιράζονται την ίδια άποψη για τη ζωή και αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν μαζί. Το ζευγάρι βυθίζεται στα κρύα νερά της θάλασσας όμως μόνο ένας από τους δύο χάνει όμως τη ζωή του…


Αλκοόλ, σεξ, τζόγος, ναρκωτικά, ψήγματα ελπίδας μέσα στο σκοτάδι που σύντομα σβήνουν, λέξεις που δεν αρκούν από μόνες τους να περιγράψουν την ταινία της ζωής του Ohba Yozo, μιας ζωής βουτηγμένης μανιωδώς στην κατάθλιψη. Κατάθλιψη όχι με την καθημερινή -και ελαφρώς κενή-  έννοια της λέξης αλλά αυτής που ορίζεται πλέον επιστημονικά και σημάδια της βρίσκονται διάχυτα μέσα στη συμπεριφορά και τις εμπειρίες του πρωταγωνιστή.

Φυσικά ο όρος δεν δικαιώνει σε καμία περίπτωση τις αποφάσεις του πρωταγωνιστή, βρίσκεται εκεί απλώς για να εξηγήσει συμπεριφορές, την αρνητική στάση του για οποιαδήποτε διαπροσωπική του σχέση και την σκοτεινή οπτική του για την κοινωνία γύρω του. Ο ίδιος ο χαρακτήρας μένει περίεργα αμερόληπτος κατά κύριο λόγο καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησής του, είτε αυτό ήταν λόγο της έμπειρης συγγραφικής πένας του Dazai είτε λόγω της σχεδόν αυτοβιογραφικής φύσης του έργου και ως γνωστόν λέγεται ότι είμαστε οι πιο σκληροί κριτές του εαυτού μας. Την εποχή που ο Dazai έγραψε το έργο του η Ιαπωνία είχε αρχίσει ήδη να βυθίζεται στις δυτικές επιρροές. Σε μία κοινωνία που επέβαλλε συγκεκριμένα πρότυπα και μια οικογένεια που όριζε συγκεκριμένες συμπεριφορές ο Yozo βρέθηκε χαμένος σε μία εποχή που άλλαζε χωρίς αυτόν και ένα περιβάλλον που δεν κατανοούσε πραγματικά.

Οι κοινωνικές αλλαγές και ανακατατάξεις, το άγχος της καθημερινότητας και ο αγώνας για οικονομική επιβίωση, σημάδια του καιρού του τότε και του καιρού του σήμερα κάνουν την επιλογή του Furuya να τοποθετήσει την ιστορία στη σύγχρονη Ιαπωνία ιδιαίτερα εύστοχη, αφού το έργο συνεχίζει να παραμένει διαχρονικό. Εξετάζοντας αυτά τα στοιχεία πιο αναλυτικά μπορούμε να δούμε ότι μερικοί από τους βασικούς παράγοντεςς που οδηγούν στην κατάθλιψη είναι ιδιαίτερα έντονοι στη ζωή του Yozo. Έχοντας μεγαλώσει σε ένα ψυχρό περιβάλλον γεμάτο κανόνες, πρέπει και μη, ο πραγματικός του εαυτός καταπιέζεται στην πιο τρυφερή ηλικία όταν κανονικά θα έπρεπε να ανθίσει, η σεξουαλική του κακοποίηση αγνοείται από το κοντινό του περιβάλλον και ο Yozo μεγαλώνει αποστασιοποιώντας τον εαυτό του από την ανθρώπινη κοινωνία.  Οι άνθρωποι και η κοινωνία τους είναι γι’ αυτόν τρομαχτικοί αλλά εξίσου τρομαχτικός είναι και ο εαυτός του ο ίδιος.



Η αίσθηση της μοναξιάς που νιώθει από μικρή ηλικία, η σκοτεινή πατρική φιγούρα, ο αγώνας να επιβιώσει όντας οικονομικά άμαθος και χωρίς πόρους και η γνωριμία του με το αλκοόλ πριν την ενηλικίωση του οδηγούν αναπόφευκτα με το πέρασμα των χρόνων σε όλο και πιο έντονες συμπεριφορές κατάθλιψης: οι αϋπνίες, ο εθισμός στο αλκοόλ, η αίσθηση της ανικανότητας, οι αυτοκτονικές τάσεις και οι διάφορες μορφές φυγής διέπουν τη ζωή του από την αρχή μέχρι το τέλος της ιστορίας του. Ο ίδιος ο Dazai ήταν γνώριμος με την ιδέα της αυτοκτονίας και βρήκε τον θάνατο σε μία από τις πολλές απόπειρες να βάλει τέλος στη ζωή του. Θα έλεγε κανείς ότι η αίσθηση της απελπισίας είναι έμφυτη μέσα στο έργο του.

Περισσότερο από κάθε άλλον, ο Yozo φαινόταν να μισεί τον εαυτό του· γι’ αυτόν ήταν μια μαριονέτα που προσπαθούσε να απελευθωρεί απελπισμένα και αυτοκαταστροφικά από τα δεσμά της. Στην άκρη της βρίσκεται η μορφή ενός πατέρα που φαίνεται να ορίζει τα πάντα από τα παιδικά του ακόμα χρόνια, μια άμορφη σκιά, το τέρας ενός νεανικού πίνακα που βρίσκεται εκεί για να του υπενθυμίζει τα λάθη του και ταυτόχρονα να ακυρώνει κάθε του πράξη αποδεικνύοντας ότι τα πάντα μπορούν να αγοραστούν με τα χρήματα, μια φιλοσοφία που υιοθετεί και βουλιάζει όλο και περισσότερο στον βούρκο της απελπισίας του. Και όταν αυτός τελικά πεθαίνει και τα δεσμά του κόβονται η λύτρωση δεν έρχεται, ο δρόμος του προς την καταστροφή πλησιάζε στο τέλος και το μόνο κατάφερε να του υποδείξει ήταν η γραμμή του τερματισμού. Για τον αναγνώστη ο πατέρας παραμένει μία άγνωστη φιγούρα, μια εικόνα χωρίς πρόσωπο, ο άγνωστος κριτής μια «θεότητα» που ορίζει τον μικρό κόσμο του πρωταγωνιστή.


«Έζησα μια ζωή βυθισμένη στην ντροπή,» είναι σε ελεύθερη μετάφραση τα λόγια του ημερολογίου του και όμως το έργο κλείνει με μία εντελώς διαφορετική φράση από ένα κοντινό του πρόσωπο. «Ήταν καλό παιδί, ένας άγγελος.» Με αυτά τα λόγια ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας μόνο μερικές λέξεις δίνει την άλλη οπτική της ιστορίας. Αυτό το ψήγμα καλοσύνης που δεν μπορούσε να διακρίνει ο ίδιος μέσα του μπορούσαν να το δουν οι άλλοι: τις ευκαιρίες που χάθηκαν, τον χαρακτήρα του, το ταλέντο του και η ζωή που θα μπορούσε να ζήσει αλλά δεν έζησε. Ακόμα και μέσα στις πιο σημαντικές ερωτικές του σχέσεις ο σύνδεσμός του μαζί τους παραμένει επιφανειακός, είτε αυτό γίνεται να επιβιώσει, είτε όταν ερωτεύεται και ο ίδιος συμβιβάζεται με την παρασιτική του φύση. Σε μία προσπάθεια να κατανοήσει αυτό που η κοινωνία όριζε φυσιολογικό απέτυχε να παρατηρήσει ότι όλοι οι άνθρωποι που τον περιέβαλλαν ήταν άτομα που δεν ταίριαζαν στο καλούπι που όριζε η κοινωνία που τόσο φοβόταν, είτε αυτό ήταν οι πόρνες που επισκεπτόταν τακτικά, είτε ο φίλος του ο Horiki, είτε οι γυναίκες με τις οποίες διατηρούσε σχέση. Τελικά ποιος ορίζει τι είναι ορθό και τι όχι; Η κοινωνία ή εμείς οι ίδιοι; Και τι είναι τελικά αυτό που μας κάνει ανθρώπους;

Αυτή την αδιάκοπη εσωτερική πάλη αποτυπώνεται στο χαρτί από την ιδιαίτερη πένα του Furuya με τη χρήση όμορφων σουρεαλιστικών εικόνων που τονίζουν τα δυνατά του σημεία. Το σχέδιό του δίνει στην ιστορία μια δεύτερη διάσταση προσφέροντας μια διαφορετική οπτική μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή, το έντονο μαύρο στις πιο σκοτεινές του σκέψεις και η χρήση αυτούσιων κομματιών από το βιβλίο στο τέλος του κάθε κεφαλαίου συμπληρώνουν την εικόνα και κορυφώνονται στον τρίτο τόμο με μία δόση υπερβολής όταν ο ψυχισμός του πρωταγωνιστή τελικά καταρρέει κι ενώ εκείνος βυθίζεται όλο και περισσότερο μέσα στις παραισθήσεις του οι εικόνες γύρω του γίνονται όλο και πιο σκοτεινές.

Ίσως τελικά ο Furuya να ήταν ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για να μεταφέρει όλα αυτά τα συναισθήματα στο χαρτί. Η ιστορία από μόνη της περιέχει αρκετά σκληρές σκηνές και απέχει χιλιόμετρα από την αναπαράσταση μια ιδανικής κοινωνίας και ένα ευτυχισμένος τέλος από την αρχή μέχρι την τελευταία της σελίδα και διατηρεί τον καταθλιπτικό τόνο της. Θέματα όπως η αυτοκτονία, η κατάθλιψη, το σεξ και ο βιασμός γεμίζουν σχεδόν κάθε σελίδα του επομένως δεν είναι ότι πιο φιλικό για κάθε αναγνώστη. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι γυναικείες μορφές απεικονίζονται μόνο μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή, γι’ αυτόν τον λόγο η ιστορία τους δεν εμβαθύνεται και η παρουσίασή τους είναι κάπως κρύα, σχεδόν τρομαχτική, παρόλα αυτά παραμένουν πιο αληθινές από άλλες απεικονίσεις και δυστυχώς λιγότερο προσιτές από την αντίστοιχη του βιβλίου όπου τα επίθετα και η αφήγηση δίνουν μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα.

Το manga δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του Dazai και ολοκληρώθηκε δύο χρόνια αργότερα. Ο Furuya δηλώνει μεγάλος θαυμαστής του δημιουργού και δεν παραλείπε να σημειώσει ότι βρίσκει πολλά σημεία σε εκείνον και τον Yozo βλέποντας σχεδόν την τροπή που θα μπορούσε να είχε πάρει η ζωή του αν οι συγκυρίες ήταν διαφορετικές. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η έκδοση του manga να είναι ανάποδη ακόμα και στην Ιαπωνία, δηλαδή από δεξιά προς τα αριστερά και όχι αντίστροφα όπως ισχύει στα υπόλοιπα manga. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να κάνει το manga του πιο προσιτό για ξενόγλωσση έκδοση και αναγνώστες στο εξωτερικό. Το βιβλίο έχει μεταφερθεί άλλες δύο φορές σε manga, σε live action αλλά και σε anime αφού αποτελεί την πρώτη ιστορία του “Aoi Bungaku”.

Το “No Longer Human” είναι ένα ταξίδι μέσα στο μυαλό ενός ατόμου βυθισμένο στο άγχος και την αναζήτηση της ιδιαίτερης φύσης του ανθρώπου , προσωπικές εμπειρίες που αποτυπώνονται στο χαρτί και ίσως κάπου σε κάποια φάση της ζωής μας θα αναγνωρίσουμε ένα κομμάτι μας στον Yozo

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου